οἰκονομικῶς

οἰκονομικῶς
οἰκονομικός
practised in the management of a household
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

  • строительно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  нареч. (οἰκονομικῶς) пο благодатному устроению или… …   Словарь церковнославянского языка

  • κατατοκίζω — (Α) (επιτ. τ. τού τοκίζω) 1. κάνω κάποιον φτωχό παίρνοντας μεγάλο τόκο για τα χρήματα που τού δάνεισα 2. παθ. κατατοκίζομαι εξαντλούμαι οικονομικώς, γίνομαι φτωχός πληρώνοντας μεγάλους τόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τοκίζω «δανείζω με τόκο»] …   Dictionary of Greek

  • μουφλούζης — α, ικο (Μ μουφλούζης, α, ικο) (ως επίθ. και ως ουσ.) χρεωκοπημένος, αυτός που έχει πτωχεύσει, που έχει καταρρεύσει οικονομικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muflus] …   Dictionary of Greek

  • ξετινάζω — 1. τινάζω ή κινώ κάτι με δύναμη για να φύγει η σκόνη 2. μτφ. α) καταστρέφω κάποιον οικονομικώς («τόν ξετίναξαν στα χαρτιά») β) απογυμνώνω κάποιον από τα επιχειρήματα που προβάλλει, καταρρίπτω με λόγους ή γραπτώς τις γνώμες ή τις ιδέες που… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • στρατοπεδάρχης — ο, ΝΜΑ διοικητής στρατοπέδου νεοελλ. αξιωματικός στον οποίο έχουν ανατεθεί δικαιοδοσίες και καθήκοντα ανάλογα με τού φρουράρχου σε περίπτωση κατά την οποία περισσότερες από μία στρατιωτικές μονάδες, οικονομικώς και διοικητικώς ανεξάρτητες, έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβαρέσος, Κυριάκος — (Αθήνα 1884 – 1957). Οικονομολόγος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1911 ως υπάλληλος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, το 1918 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1923 έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Πεσταλότσι, Γιόχαν Χάινριχ — (Pestalozzi, Ζυρίχη 1746 – Μπριγκ Αργκάου 1827). Ελβετός παιδαγωγός Σε ηλικία έξι ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, που ήταν λαμπρός χειρουργός, και ανατράφηκε από τη μητέρα του και την παιδαγωγό Μπαμπέλι. Αφού σπούδασε στο Καρολίνειο Κολέγιο της… …   Dictionary of Greek

  • ՏՆՏԵՍԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0885 Chronological Sequence: Early classical, 12c մ. οἱκονομικῶς . Իբրեւ տնտես. տնտեսութեամբ. ըստ վերին տեսչութեան. տնօրինաբար. *Տնտեսաբար եւ վայելչապէս՝ կենաց գործի առնելով. Շ. բարձր.: *Ծնողին զամենայն նուիրեաց վասն տնտեսաբար յաղագս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”